σιγῆν

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Russian (Dvoretsky)

σιγῆν: лак. Arph. inf. aor. 2 к θιγγάνω.

German (Pape)

dor., = θιγεῖν, Ar. Lys. 1004.