σιδεροδένω

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

Ν
1. αλυσοδένω
2. συνδέω ή ενισχύω σύνδεση με σιδερένια ελάσματα.