σιδηρωρυχεῖον

English (LSJ)

τό, iron-mine, Ptol.Geog.2.11.11.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisengrube, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρωρυχεῖον: τό, μεταλεῖον σιδήρου, Πτολ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 232.