σιληνόκοσμος

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιληνόκοσμος Medium diacritics: σιληνόκοσμος Low diacritics: σιληνόκοσμος Capitals: ΣΙΛΗΝΟΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: silēnókosmos Transliteration B: silēnokosmos Transliteration C: silinokosmos Beta Code: silhno/kosmos

English (LSJ)

ὁ, title of official in a Dionysiac thiasos, AJA 37.244 (Latium, ii AD, Σειλ-).

Greek Monolingual

ὁ, Α
τίτλος αξιωματούχου στον διονυσιακό θίασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σιληνός + κόσμος (πρβλ. βοτρυόκοσμος)].