σκίμαλλος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ὁ, middle finger (?), PLond.1821.308.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
doigt du milieu ?
Étymologie: cf. σκιμαλίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ.].