σκίμπτω

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source

German (Pape)

[Seite 899] = σκήπτω; ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας, Pind. P. 4, 224, einfügen, eindrücken. Nach Hesych. wie σκίπτω, = ὀκλάζω.