σκίρρα

English (LSJ)

v. γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος, Suid. (written σκίρα Suid. s.v. σκίρος)· γῆ σκιρράς Sch. Ar. V. 921.

Greek Monolingual

ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκῖρος ()].