σκίρος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
German (Pape)
[Seite 900] ὁ, auch σκῖρος, σκίῤῥος u. σκεῖρος geschrieben, der Gyps, sonst λατύπη; Hesych. aus Philet. = πυῤῥώδης γῆ. – Man hat es auch = ῥίζα gebraucht, und Iliad. 23, 332. 333 den einen Vers gelesen ἠὲ σκῖρος ἔην· νῦν αὖ θέτο τέρματ' Ἀχιλλεύς; vgl. C. I. 5774. – S. auch nom. pr.
Greek Monolingual
ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῖρος, και σκῖρα ή σκίρα, τὰ, Α
νεοελλ.
(συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του
μσν.-αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «γύψος»
αρχ.
1. σκληρή γη καλυμμένη από θάμνους και φρύγανα
2. πυρρώδης γη
3. όγκος ή έλκος που έχει υποστεί σκλήρυνση
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἄλσος καὶ δρυμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με τη συνώνυμη κατά ένα μέρος λ. σκῦρος, από όπου και η γρφ. με φωνηεντισμό -υ-. Πιθανή είναι η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῖρον (πρβλ. σκίραφος)].