σκασιματιά

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

η, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα
2. σχισμάδα, χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματιά, σταλαγματιά)].