Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκάσιμο

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

το, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο του τοίχου» β. «το σκάσιμο του εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο του δέρματος από το κρύο και τον αέρα»)
2. ρήξη, διάρρηξη της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, έκρηξη («το σκάσιμο της βόμβας»)
3. μτφ. α) μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
β) λαθραία φυγή, δραπέτευση, απόδραση
γ) αδικαιολόγητη απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση, κοπάνα, σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκασ- του αορ. έ-σκασ-α του σκάω / σκάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].