γαλατάς

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. γαλατού, η)
1. ο γαλακτοπώλης
2. εκείνος που του αρέσει πολύ το γάλα
3. θηλ. αυτή που παράγει, που κατεβάζει πολύ γάλα, η γαλάρα.