σκεπτικιστής

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκεπτικίστρια, Ν
1. οπαδός του σκεπτικισμού
2. αυτός που αμφιβάλλει ή δυσπιστεί για το καθετί
3. απαισιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ευστ. Χρονόπουλο].