σκεπτικισμός

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(φιλοσ.)
1. αντίληψη που θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα της πραγματικής γνώσης, την ύπαρξη έγκυρων κριτηρίων της αλήθειας και, γενικά, οποιασδήποτε βέβαιης γνώσης και υπογραμμίζει τον σχετικό, ατελή και ανακριβή χαρακτήρα της, πέρα από τη γνώση η οποία προέρχεται από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία
2. έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάτι, αμφιβολία, δυσπιστία ή καχυποψία
3. απαισιοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. scepticisme (< σκεπτικός + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].