σκευαστής
From LSJ
English (LSJ)
σκευαστοῦ, ὁ, preparer, Aq.Is. 32.5; φαρμάκων Tz.H.8.920 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
σκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ συσκευάζων, παρασκευάζων, φαρμάκων Τζέτζ. Ἱστ. 8. 920.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ σκευάζω
1. συσκευαστής
2. παρασκευαστής («σκευασταὶ φαρμάκων», Τζέτζ.).