σκαριφώ

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

σκαριφῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν
1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος
2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω
3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., του καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την κατάλ. -άομαι / -ῶμαι, η οποία απαντά και σε άλλα ρ., παράγωγα ρημάτων, με επαναληπτική επιτατική σημ. (πρβλ. νέμω: νωμ-άω, τρέπω: τρωπ-άω). Το ρ. σκαριφῶμαι ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας skerī-bh- (< ρίζα skeri «κόβω, χωρίζω», πρβλ. κρίνω, με χειλικό ένθημα -bh-) και συνδέεται με λατ. scribo «γράφω», γερμ. schreiben «γράφω», αγγλ. de-scribe, script. Το -α- που εμφανίζει ο ελλ. τ. σε σχέση με τους τ. τών άλλων γλωσσών αποτελεί πιθ. υστερογενές φωνήεν στήριξης (πρβλ. βαράγχγια: βράγχια)].