σκουπόξυλο

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μακρύ λεπτό ξύλο στην άκρη του οποίου στερεώνεται η σκούπα
2. φρ. «θα μάς πάρουν [ή θα μάς δείρουν] με τα σκουπόξυλα» — θα μάς διώξουν κακήν - κακώς, θα μάς προγκίξουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + ξύλο].