σκούληκας

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγάλο σκουλήκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. -ας (πρβλ. μύρμηγγας)].