σκυλάδικο
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek Monolingual
το, Ν
(ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. -άδικο (πρβλ. ρολογάδικο)].