χιτινώδης

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

-ες, Ν χιτίνη
(βιοχ.) αυτός που σύγκειται από χιτίνη.