σοφιστικῶς
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
French (Bailly abrégé)
adv.
en sophiste.
Étymologie: σοφιστικός.
Russian (Dvoretsky)
σοφιστικῶς: на манер софистов, софистически Plat., Arst.
English (Woodhouse)
(see also: σοφιστικός) sophistically