σπάθα

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο σπαθί
2. εργαλείο του υφαντικού ιστού, εξάρτημα του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)].