σπάθα

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο σπαθί
2. εργαλείο του υφαντικού ιστού, εξάρτημα του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)].