σπάξ

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, ἡ, s. σπάκα.

Greek Monolingual

-ακός, ἡ, Α
κύων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. σπάκα, μηδική λ. με σημ. «κύων»].