σπάκα
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
Median for κύνα, Hdt.1.110; hence Gramm. (Hdn.Gr.2.8, al.) formed σπάξ, ακός, h(: cf. σπάδακες.
German (Pape)
[Seite 916] τὴν κύνα καλέουσι Μῆδοι, Her. 1, 110; dazu bildete man einen nom. σπάξ; bei Herm. de em. gr. Gr. rat. p. 434 steht στάξ, ὁ κύων παρὰ Πέρσαις, in σπάξ zu ändern.
French (Bailly abrégé)
n. de la chienne chez les Mèdes.
Étymologie: mot persan ou pê acc. d'un subst. *σπάξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάκα zie σπάξ.
Russian (Dvoretsky)
σπάκα: (мидийское слово у Her., ср. «собака») = ἡ κύων.
Greek Monotonic
σπάκα: Μηδική λέξη για τον κύνα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σπάκα: οὕτως οἱ Μῆδοι ἐκάλουν τὸν κύνα, Ἡρόδ. 1. 110. ὅθεν οἱ γραμματ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 284 ἐσχημάτισαν σπάξ, -ακός, ἡ, πρβλ. κύων ἐν τέλ.· καὶ παρ’ Ἡσυχ. σπάδακες χρησιμεύει ὡς ἑρμηνεία τοῦ κύνες.
Middle Liddell
[Median for κύνα, Hdt.]