σπερματόλιθος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. λιθοειδές σύγκριμα που σχηματίζεται στις σπερματοδόχες κύστεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + λίθος.