Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπιουνιά

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

η, Ν σπιούνος
1. η ενέργεια του σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό»)
2. η ιδιότητα του σπιούνου, το χαρακτηριστικό του ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα της σπιουνιάς»).