σπληνοβότανο

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία τών ειδών φτέρης που ανήκουν στο γένος σκολοπένδριο, κν. σπληνόχορτο
2. κοινή ονομασία του είδους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Teucrium polium του γένους τεύκριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + βότανο].