στασιωρόν

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωρόν: τό стойло, хлев, загон (Eur. - v. l. στᾰσιωρός).