στασιωρός
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
(ὤρα) watcher of the station or fold, E.Cyc.53 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 930] ὁ, der Wächter des Standortes, des Gehöftes, wie θυρωρός, πυλωρός gebildet; wahrscheinlich für das Vorige bei Eur. Cycl. 53 zu lesen.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gardien d'un troupeau.
Étymologie: στάσις, ὤρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιωρός -οῦ, ὁ [στάσις, ὤρα] bewaker van de stal.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωρός: ὁ страж стойла Eur.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιωρός: ὁ, (ὤρα) ὁ φυλάττων τὸν σταθμὸν ἢ τὴν μάνδραν, ὡς τὰ θυρωρός, πυλωρός, Εὐρ. Κύκλ. 53, ἴδε Ἕρμανν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φύλακας σε μαντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. θυρωρός].
Greek Monotonic
στᾰσιωρός: ὁ (ὤρα), φύλακας στάβλου ή μαντριού, σε Ευρ.
Middle Liddell
στᾰσι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὤρα]
watcher of the station or fold, Eur.