Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Russian > Greek
δόμος, ἔπαυλις, μάνδρα, μάνδρη, σηκός, μέσαυλος, μέσαυλον, μέσσαυλος, μέσσαυλον, σταθμός, κόπρος, ἔπαυλος, στασιωρόν, αὔλιον