σταυροβελονιά

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

η, Ν
είδος βελονιάς στο κέντημα, κατά την οποία τα δύο περάσματα του νήματος διασταυρώνονται χιαστί.