στενοχωρητικός
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek (Liddell-Scott)
στενοχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στενοχωρίαν ἢ εἰς τὸ στενοχωρεῖν, ὁ ἐπιφέρων στενοχωρίαν· τὸ στενοχωρητικόν, θλῖψις, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. 2) ἐστενοχωρημένος, βίος ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ στενοχωρῶ
1. αυτός που επιφέρει στενοχώρια
2. στενοχωρημένος
3. (κατ' επέκτ.) δυσάρεστος («συνίημι βίον ἕλκειν σε στενοχωρητικὸν ἐν τῷ παρόντι διωγμῷ», Στουδ. Θεόδ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενοχωρητικόν
στενοχώρια, θλίψη.