στενόφωνος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
στενόφωνον, with a weak, thin sound, ὄργανον Poll.2.111.
German (Pape)
[Seite 935] mit schwacher Stimme, Poll. 2, 111.
Greek (Liddell-Scott)
στενόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀσθενῆ, ἀδύνατον ἦχον, ὄργανον Πολυδ. Β', 111.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].