στενόφωνος
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
στενόφωνον, with a weak, thin sound, ὄργανον Poll.2.111.
German (Pape)
[Seite 935] mit schwacher Stimme, Poll. 2, 111.
Greek (Liddell-Scott)
στενόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀσθενῆ, ἀδύνατον ἦχον, ὄργανον Πολυδ. Β', 111.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].