ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ἡ, Αο στεφανίσκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδίσκη)].