στεφανίσκος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also στεφανίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.
German (Pape)
[Seite 939] ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνίσκος: ὁ веночек Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στέφανος, Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· ὡσαύτως -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].