στηλίδιο

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source

Greek Monolingual

το / στηλίδιον, ΝΑ στήλη
υποκορ. μικρή στήλη
νεοελλ.
ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες δοράτιο τοποθετημένο κατακόρυφα στο πιο ακραίο τμήμα της πρύμνης, το οποίο χρησιμεύει για την έπαρση της σημαίας του πλοίου, αλλ. στηλίδιο της σημαίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ορόσημο, σύνορο.