στοχεύω

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

Ν στόχος
1. κατευθύνω τη βολή του όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω
2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι.