στοχεύω

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

Ν στόχος
1. κατευθύνω τη βολή του όπλου προς τον στόχο, σκοπεύω
2. προσπαθώ να επιτύχω κάτι, επιδιώκω, αποσκοπώ σε κάτι.