στραπάτσο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση
2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)].
το, Ν
1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση
2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)].