στραπατσάρω

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

Ν
1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα»)
2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω
3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ. φρ. extra patiare «υποφέρω επί πλέον»].