Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στραπατσάρω

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

Ν
1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα»)
2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω
3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ. φρ. extra patiare «υποφέρω επί πλέον»].