στρατευτής

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek (Liddell-Scott)

στρατευτής: -οῦ, ὁ, ἀξίωμά τι, «ἀπρόσβατον εἶναι κριταῖς τε καὶ πράκτορσι καὶ στρατευταῖς» Μ. Ἀτταλ. ἐν Σάθ. Μεσ. Βιβλ. τ. Α΄ , σ. 58.

Greek Monolingual

ὁ, Μ στρατεύω (Ι)]
βυζαντινό αξίωμα.