ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
ο, Νοδοιπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στράτα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.