στρεψοδικώ
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
στρεψοδικῶ, -έω, ΝΑ
χρησιμοποιώ στρεψοδικίες
νεοελλ.
διαστρέφω την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. ἔστρεψα του στρέφω + -δικῶ (< -δικος < δίκη), πρβλ. φυγοδικώ].