συγκεκροτημένως

English (LSJ)

Adv. of συγκροτέω, in a finished way, Luc.Merc. Cond.35.

German (Pape)

[Seite 967] adv. part. perf. pass. zu συγκροτέω, zusammengehämmert, dicht, fest, tüchtig, καὶ τορῶς μελετᾶν, Luc. merc. cond. 35.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière serrée, savante, habile.
Étymologie: part. pf. Pass. de συγκροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκεκροτημένως, adv. van het ptc. perf. med. van συγκροτέω, op een goed in elkaar gezette manier, goed doortimmerd.

Russian (Dvoretsky)

συγκεκροτημένως: тщательно, продуманно (τορῶς καὶ ξ. μελετᾶν Luc.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στερεά, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγκροτῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συγκεκροτημένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγκροτέω, κατά τέλειο τρόπο, συμπαγώς, σταθερά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεκροτημένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκροτέω, κατὰ τρόπον τέλειον, συμπαγῶς, σταθερῶς, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 15.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part. of συγκροτέω
in a finished way, Luc.