συγκερασμός

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκερασμός Medium diacritics: συγκερασμός Low diacritics: συγκερασμός Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: synkerasmós Transliteration B: synkerasmos Transliteration C: sygkerasmos Beta Code: sugkerasmo/s

English (LSJ)

ὁ, mixing, tempering, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.