περιστολή
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
ἡ,
A wrapping up, περιστολῇ καὶ κατακλίσει συνθάλπειν Plu.2.652e.
b laying out, of a corpse, D.H. 3.21, BGU896.7 (ii A.D.).
2 Medic., peristaltic action of internal organs, Gal.8.440; γαστέρος Id.7.219; φλεβῶν Id.Nat.Fac.2.1.
3 adornments, LXX Ex.33.6: metaph., περιστολὴ δόξης ib.Si.45.7.
II metaph., restraint, decorum, ὅσα παίζεται μετὰ περιστολῆς Aristeas 284.
2 ἐν περιστολῇ = secretly, Psalm.Solom.13.7.
German (Pape)
[Seite 594] ἡ, Bekleidung, Plut. Symp. 3, 5, Ausschmückung, bes. einer Leiche, übh. Leichenbestattung, κηδείακαὶ π., D. Hal. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d'envelopper.
Étymologie: περιστέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστολή -ῆς, ἡ [περιστέλλω] kledingkeuze.
Russian (Dvoretsky)
περιστολή: ἡ одевание, закутывание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιστολή: ἡ, τὸ περιστέλλειν, ἐνδύειν, μάλιστα νεκρόν, θάπτειν, κηδείας καὶ περιστολῆς μεταλαβεῖν, κηδεία ταφῆς, Διον. Ἁλ. 3, 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστολή· περιβολή. ἔνδυμα», κατὰ δὲ Φώτ. «περιστολή: περιβολή· ἐπαγωγή».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιστέλλω
νεοελλ.
1. η ελάττωση της έκτασης ή της ποσότητας ενός πράγματος, περικοπή, περιορισμός («περιστολή τών δημόσιων δαπανών»)
2. συγκράτηση μέσα στα επιτρεπτά όρια του κώδικα καλής συμπεριφοράς, χαλιναγώγηση, καταστολή (α. «περιστολή της ανηθικότητας» β. «περιστολή τών καταχρήσεων»)
μσν.
(κατά τον Φώτ.) «περιστολή
περιβολή
ἐπαγωγή»
αρχ.
1. το να περιβάλλει κανείς κάποιον με κάτι, το να τον ντύνει
2. ένδυμα, ενδυμασία
3. το στόλισμα του νεκρού πριν από τον ενταφιασμό
4. σάβανο
5. ενταφιασμός
6. κηδεία
7. κάλυμμα
8. διακόσμηση, στόλισμα
9. απόκρυψη, συγκάλυψη
10. ιατρ. περισταλτική ενέργεια τών εσωτερικών οργάνων
11. μτφ. συστολή, ευπρέπεια, κοσμιότητα
12. (κατά τον Ησύχ.) «περιστολή
περιβολή
ἔνδυμα»
13. φρ. «ἐν περιστολῇ» — κρυφά, λαθραία.