συγκόλλησις
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
-εως, ἡ, gluing together, Clearch.44; adhesion, σπέρματος Sor.1.43: metaph., attachment, Them.Or.22.268a.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Zusammenleimen, -fügen, die Verbindung, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συγκόλλησις: ἡ, τὸ συγκολλᾶν, κολλᾶν ὁμοῦ, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Α· μεταφορ., προσκόλλησις, Θεμίστ. 268Α.