συκή

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.