ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
[Seite 978] ὁ, Mitkönig, Sp.
συμβᾰσῐλεύς: ὁ, ὁ ὁμοῦ βασιλεύων, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10, 8, σ. 395, κλπ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 172.
ο, ΝΜ
αυτός που βασιλεύει μαζί με κάποιον άλλο.