συμπιλώ

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

(I)
συμπιλῶ, -έω, ΝΑ
1. συμπιέζω, πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. συνεκδ. καθιστώ κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω («τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῖ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. συγκεντρώνω περικοπές από διάφορες πηγές και τίς συναρμόζω σε ενιαίο σύνολο
αρχ.
παθ. συμπιλοῦμαι, -έομαι
παθαίνω απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πιλῶ (Ι) «συμπιέζω, συμπυκνώνω» (< πίλος)].
(II)
-όω, Α
συμπιλώ, συμπιέζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πιλῶ (ΙΙ) (< πίλος)].