συμποσιακός
English (LSJ)
συμποσιακή, συμποσιακόν, of or fit for a drinking-party, convivial, λόγοι Id.89.46; τὰ σ. distinguished from τὰ συμποτικά by Plu.2.629e.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, zum Trinkgelage oder Schmause gehörig, Sp.; vgl. Plut. Symp. 2 prooem.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les festins.
Étymologie: συμπόσιον.
Russian (Dvoretsky)
συμποσιᾰκός: пиршественный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συμποσιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, εἰς συμποσιάζοντας, λόγους λαλῶν συμποσιακοὺς Εὐστ. 89, ἐν τέλει· τὰ σ., διακρίνονται τῶν συμποτικῶν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 2. 629D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμποσιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει στο συμπόσιο και στους συμποσιαστές («λόγους συμποσιακούς», Πλούτ.).
επίρρ...
συμποσιακῶς Α
όπως ταιριάζει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον - + κατάλ. -ακός (πρβλ. ἰχθυακός)].