ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Ar. and P. συμποτικός.
merry: P. εὔθυμος, V. εὔφρων.